- νεωτεροποιίας
- νεωτεροποιίᾱς , νεωτεροποιίαrevolutionary spiritfem acc plνεωτεροποιίᾱς , νεωτεροποιίαrevolutionary spiritfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συστασιάζω — ΝΑ [στασιάζω] μετέχω σε στάση, είμαι μαζί με άλλον στασιαστής αρχ. συνδέω για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek